- ουντ
- τοάκλ. έγχορδο μουσικό όργανο, από τα κυριότερα τής μεσαιωνικής και σύγχρονης ισλαμικής μουσικής, και πρόγονος τού ευρωπαϊκού λαούτου, αλλ. ούτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ουντ, Γιακόμπους Γιοχάνες Πιέτερ — (Jacobus Johannes Pieter Oud, Πούρμερεντ 1890 – Ρότερνταμ 1963). Ολλανδός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Ο Ουντ είναι θεωρητικός του ορθολογισμού και πρωτοπόρος της ορθολογιστικής πολεοδομίας, κυρίως όμως είναι ένας από τους μεγαλύτερους… … Dictionary of Greek
στουρμ ουντ ντρανγκ — (Sturm und Drang). Κατά λέξη Θύελλα και Ορμή, από το ομώνυμο δράμα, 1777, του Φρήντριχ Μαξιμίλιαν Κλίνγκερ). Ιδεολογικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Γερμανία μεταξύ του 1770 και του 1880 περίπου και κινητοποίησε τις ζωντανότερες δυνάμεις του… … Dictionary of Greek
Χίντενμπουργκ, Πάουλ φον Μπένεκεντορφ ουντ φον — (Hindenburg, Πόζεν 1847 – Νόιντεκ, Ανατολική Πρωσία 1934). Γερμανός στρατάρχης και πολιτικός. Πήρε μέρος στους πολέμους του 1866 και του 1870 71 και κατόπιν μπήκε στο επιτελείο υπό τις διαταγές του Μόλτκε και του Σλίφεν. Όταν εξερράγη ο A’… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λούκνοου — (Lucknow). Πόλη (2.207.340 κάτ. το 2001) της βόρειας Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Ουτάρ Πραντές. Βρίσκεται 420 χλμ. ΝΑ του Δελχί, στο κέντρο της πεδιάδας του Γάγγη, επί του ποταμού Γκομάτι (Γκούμτι), αριστερού παραπόταμου του Γάγγη … Dictionary of Greek
Μουλτάν — Πόλη του Πακιστάν. Σημαντικό κέντρο από την εποχή του Mεγάλου Aλεξάνδρου, υπήρξε διάσημη για το ναό του Hλίου. Tο 1398 καταστράφηκε από τον Tαμερλάνο, αλλά ξανακτίστηκε από τους Mογγόλους. Aργότερα, κυριεύτηκε από το σάχη Nαντίρ της Περσίας και… … Dictionary of Greek
λαούτο — Έγχορδο μουσικό όργανο με δακτυλική εκτέλεση. Το ηχείο του έχει σχήμα αχλαδιού σε κάθετη τομή, η επίπεδη πλευρά του οποίου παρουσιάζει στη μέση μια οπή, που συνήθως είναι διακοσμημένη με λεπτά σκαλίσματα και ονομάζεται ροζέτα. Η λαβή –κατά μήκος… … Dictionary of Greek
ούτι — Χορδόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου. Η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό Al Ud, που σημαίνει ξύλινο όργανο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το ο., που συχνά συγχέεται με το λαούτο, δεν είναι όργανο συνοδείας, αλλά παίζει … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Αβχαντί — (; – Μεραγά 1338).Πέρσης ποιητής. Καταγόταν από την πόλη Μεραγά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο Ισφαχάν. Κυριότερα έργα του είναι οι συλλογές Ντιβάν και Ντεχ Νάμεχ.Το αληθινό του όνομα ήταν Ρουνκ ουντ Ντιν … Dictionary of Greek